Δίνω ένα χέρι / χεράκι (οικείο, ανεπίσημο)

 

Όταν δίνουμε ένα χέρι/χεράκι σε κάποιον, τον βοηθάμε να κάνει κάτι.

     Έλα! Δώσε ένα χεράκι να πλύνουμε τα πιάτα.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: δίνω ένα χέρι/ χεράκι σε κάποιον να …/ του δίνω ένα χέρι/χεράκι