Δίνω (μια / την) εξήγηση

 

Όταν λέω σε κάποιον τους λόγους για τους οποίους γίνεται ή έγινε κάτι ή γενικά του δίνω περισσότερες πληροφορίες για να καταλάβει κάτι καλύτερα, λέμε ότι δίνω μια εξήγηση για το θέμα.

     Θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις στο δικαστήριο για τις πράξεις του.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: δίνω εξήγηση σε κάποιον για κάτι/ του δίνω εξήγηση