Δίνω θάρρος
Όταν ενθαρρύνω κάποιον (του λέω λόγια ή κάνω κάτι για να νιώσει πιο θαρραλέος/ δυνατός), λέμε ότι του δίνω θάρρος.
Πρέπει να δώσουμε θάρρος στα παιδιά της ομάδας για να μπορέσουν να νικήσουν την Κυριακή.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: δίνω θάρρος σε κάποιον (να …)/ του δίνω θάρρος