Δίνω σημασία

 

Όταν ενδιαφέρομαι και προσέχω πολύ κάποιον ή κάτι επειδή πιστεύω ότι είναι σημαντικό ή σπουδαίο, λέμε ότι δίνω σημασία σε αυτό το πρόσωπο ή αυτό το πράγμα.

     Του μίλησα, αλλά δεν μου έδωσε καμία σημασία.

Μη δίνεις σημασία σε αυτά που λέει, ξέρεις ότι σε αγαπάει κατά βάθος.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: δίνω σημασία σε κάποιον/ του δίνω σημασία

(βλ. λήμμα:Δίνω τη σημασία)

 

Όμοιες περιφράσεις:

1.  Δείχνω ενδιαφέρον (για κάποιον/κάτι)