Δίνω (μια) υπόσχεση

 

Όταν λέμε σε κάποιον ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε, λέμε ότι του δίνουμε (μια) υπόσχεση.

     Έδωσα υπόσχεση στους γονείς μου ότι θα γυρίσω σύντομα στην Ελλάδα.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: δίνω υπόσχεση σε κάποιον ότι … ή να …/ του δίνω υπόσχεση