Είμαι στη μόδα

 

Όταν κάτι ή κάποιος ταιριάζει πολύ με τον τρόπο ντυσίματος, χτενίσματος ή με τους διάφορους τρόπους συμπεριφοράς που συνηθίζονται σε μια συγκεκριμένη εποχή, λέμε ότι αυτό το πρόσωπο είναι στη μόδα ή αυτό το πράγμα είναι στη μόδα/ της μόδας.

     Η Όλγα κάθε έξι μήνες αγοράζει καινούρια ρούχα, γιατί θέλει πάντα να είναι στη μόδα.

 Αυτά τα στενά παντελόνια φέτος είναι πολύ στη μόδα/ της μόδας.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάποιος είναι στη μόδα (ονομαστική)

                                                κάτι είναι στη μόδα/ της μόδας

 

Όμοιες περιφράσεις:

1.  Ακολουθώ τη μόδα (μόνο για πρόσωπο)

2.  Πάω με τη μόδα (μόνο για πρόσωπο)