Είναι / γίνεται αιτία
Όταν κάποιος/ κάτι είναι ή γίνεται η αιτία για να συμβεί / που συμβαίνει κάτι άλλο, λέμε ότι είναι/ γίνεται αιτία (κάποιας κατάστασης, γεγονότος κτλ).
Η Μαρία ήταν/ έγινε πάλι αιτία τσακωμού στην παρέα.
Ο νόμος αυτός ήταν/ έγινε αιτία να ξεκινήσουν νέα απεργία οι οδηγοί ταξί.
Ένα μισοσβησμένο τσιγάρο έγινε αιτία να καεί ολόκληρο το σπίτι.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάποιος/ κάτι είναι αιτία τσακωμού (γενική) / να …