Έχω (ένα) όνομα

 

1Όταν κάποιος/ κάτι ονομάζεται κάπως, λέμε ότι έχει αυτό το όνομα.

     Δεν θυμάμαι πώς λέγεται αυτή η κοπέλα. Έχει (ένα) πολύ παράξενο όνομα.

 

2Όταν κάποιος/ κάτι είναι διάσημος ή γενικά υπάρχει μια καλή φήμη γι’ αυτόν, λέμε ότι έχει (ένα) όνομα.

    Τον Κώστα τον γνωρίζουν όλοι. Έχει (ένα) όνομα στην πόλη του.