Έχω επαφή

 

1Όταν σχετίζομαι/ συναναστρέφομαι με κάποιον άνθρωπο/ κάποιους ανθρώπους, λέμε ότι έχω επαφή με αυτόν/ αυτούς.

Παλιά είχα καθημερινή επαφή με την Ελένη, αλλά πλέον δεν μιλάμε πια.

 

2Όταν ασχολούμαι αρκετά με κάτι, λέμε ότι έχω επαφή με αυτό.

Από τότε που ήταν παιδί είχε επαφή με το χορό και σήμερα έχει γίνει μια διάσημη χορεύτρια.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω επαφή με κάποιον/ κάτι

(βλ. λήμμα: Έρχομαι σε επαφή)