Έχω μυστικό
1Όταν δεν θέλω να μάθει κανείς ή θέλω να μάθουν μόνο πολύ λίγοι άνθρωποι κάτι ή κάποια πράγματα, λέμε ότι έχω μυστικό/ μυστικά ή το έχω μυστικό.
Έχω ένα μυστικό, αλλά δεν στο λέω γιατί φοβάμαι μην το πεις πουθενά.
Μη με ρωτάς! Δεν θα στο πω γιατί το έχω μυστικό.
Έχω πολλά μυστικά απ’ τους γονείς μου. Δεν τους τα λέω όλα.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω μυστικό/ το έχω μυστικό
έχω (ένα) μυστικό/ μυστικά (από κάποιον)
2Όταν ξέρουμε τον καλύτερο και μοναδικό τρόπο για να πετύχει κάτι, λέμε ότι έχουμε το μυστικό.
Έχω το μυστικό της επιτυχίας/ για την επιτυχία.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω το μυστικό/ τα μυστικά της επιτυχίας (γενική)
(βλ. λήμμα: Κρατάω μυστικό)