Έχω όρεξη
1Όταν θέλουμε πάρα πολύ να φάμε, λέμε ότι έχουμε όρεξη.
-Θέλεις να φας κάτι;
-Όχι, ευχαριστώ. Δεν έχω όρεξη.
2Όταν θέλουμε πάρα πολύ να κάνουμε κάτι ή όταν γενικά νιώθουμε όμορφα κι ευχάριστα, λέμε ότι έχουμε όρεξη.
-Σήμερα είμαι πολύ χαρούμενη κι έχω όρεξη για βόλτες!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω όρεξη για κάτι
έχω όρεξη να …
Άλλες περιφράσεις:
1. Μου ανοίγει/ μου έρχεται η όρεξη
Όταν ξαφνικά θέλω πολύ να φάω ή γενικά να κάνω κάτι, ενώ πρώτα δεν ήθελα, λέμε ότι μου ανοίγει/μου έρχεται η όρεξη.
Δεν πεινούσα καθόλου, αλλά μόλις είδα αυτά τα ωραία φαγητά μου άνοιξε η όρεξη!
2. Μου κόβεται/ μου φεύγει η όρεξη
Όταν ξαφνικά δεν θέλω να φάω ή γενικά να κάνω κάτι ενώ πρώτα ήθελα, λέμε ότι μου κόβεται/μου φεύγει η όρεξη.
Στεναχωρήθηκα με αυτό που μου είπες και δεν θέλω να πάω στο πάρτι τώρα. Μου έφυγε η όρεξη.