Έχω πρόβλημα
Όταν μου συμβαίνει κάτι άσχημο, υπάρχει μια δυσκολία ή γενικά δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω σε ένα θέμα, λέμε ότι έχω πρόβλημα. Επίσης, το λέμε όταν δεν μας αρέσει/δεν αισθανόμαστε καλά με κάποιον ή κάτι.
Έχω πρόβλημα με το γιο μου. Δεν διαβάζει καθόλου και είναι πολύ άτακτος!
Έχεις κάποιο πρόβλημα μαζί μου; Γιατί μου μιλάς άσχημα;
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω πρόβλημα με κάποιον/ κάτι
Άλλες περιφράσεις:
1. Λύνω ένα πρόβλημα
Όταν κάνω κάτι για να σταματήσει να υπάρχει ένα πρόβλημα (μια δυσκολία, κάτι άσχημο κτλ.), λέμε ότι το λύνω. Επίσης, το λέμε όταν απαντώ σε ένα πρόβλημα στα Μαθηματικά, στη Φυσική ή στη Χημεία.
Δεν είναι και τόσο δύσκολο πρόβλημα. Μπορώ να το λύσω.