Έχω πρόσβαση

 

Όταν μπορώ να φτάσω, να μπω κάπου ή να έχω κάτι ή κάποιον, τότε έχω πρόσβαση σε αυτό ή σε αυτόν.

     Οι ταμίες της τράπεζας έχουν πρόσβαση στο χρηματοκιβώτιο.

     Στο γραφείο μου δεν έχω πρόσβαση στο ίντερνετ, δεν έχω καλό σήμα.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω πρόσβαση σε κάτι/ κάποιον