Έχω σχέση
1Όταν υπάρχει ένα είδος σχέσης (οικογενειακής, ερωτικής, φιλικής, επαγγελματικής κτλ.) ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους, λέμε ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν (μια τέτοια) σχέση (οικογενειακή, ερωτική, φιλική, επαγγελματική κτλ.).
Έχω μια πολύ καλή σχέση με την Κατερίνα από τότε που πηγαίναμε σχολείο.
Ο Αντρέας έχει σχέση με τη Δανάη περίπου δύο χρόνια.
2Όταν μου αρέσει κάτι και ασχολούμαι με αυτό ή ξέρω κάποια πράγματα για κάτι, λέμε ότι έχω σχέση μ’ αυτό.
Δεν έχω καθόλου καλή σχέση με τα Μαθηματικά. Ποτέ δεν μου άρεσαν.
3Όταν ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους, πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις κτλ., υπάρχουν κοινά σημεία ή μοιάζουν, λέμε ότι έχουν σχέση.
Τι σχέση έχει η Τέχνη με την Επιστήμη;
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω σχέση με κάποιον/ κάτι