Κάνει / κάνω καλό ≠ κακό

 

Όταν κάποιος/ κάτι ωφελεί/ βοηθάει ή χρησιμεύει κάπου, λέμε ότι κάνει καλό.

     Τα λαχανικά κάνουν καλό στην υγεία.

     Κάνει καλό να γυμναζόμαστε.

     Ο καπνός από το τσιγάρο κάνει κακόστην επιδερμίδα.

Μου κάνεις καλό κάθε φορά που σε βλέπω.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνει καλό ≠ κακό να …

                                               κάνω καλό ≠ κακό σεκάποιον/ κάτι