Κάνω (μια) βόλτα
Όταν βγαίνω έξω να περπατήσω (ή οδηγώντας) ή πηγαίνω σε ένα μέρος για να διασκεδάσω ή να ξεκουραστώ, λέμε ότι κάνω (μια) βόλτα.
Κουράστηκα με το διάβασμα. Πάω να κάνω μια βόλτα στη θάλασσα.
Θέλεις να κάνουμε μια βόλτα με το ποδήλατο;
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω (μια) βόλτα (κάπου)
Όμοιες περιφράσεις:
1. Βγαίνω βόλτα
2. Πάω βόλτα