Κάνω (ένα) δώρο

 

Όταν δίνω ένα δώρο σε κάποιον, λέμε ότι του κάνω (ένα) δώρο.

     Στα γενέθλιά μου η Ελένη μου έκανε δώρο ένα πολύ ωραίο βιβλίο.

Τι να κάνουμε δώροστη μαμά; Γιορτάζει το Σάββατο.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω (κάτι) δώρο σε κάποιον/ του κάνω (κάτι) δώρο

 

Άλλες περιφράσεις:

1.  Έχω (ένα) δώρο (για κάποιον/ από κάποιον)

1Όταν θέλω να δώσω ένα δώρο σε κάποιον, λέμε ότι έχω (ένα) δώρο γι’ αυτόν ή του έχω (ένα) δώρο.

      Σου έχω ένα δώρο! Πότε θα σε δω να στο δώσω;

2Όταν παίρνω ένα δώρο από κάποιον, λέμε ότι έχω (ένα) δώρο (από αυτόν).

      -Έχεις ένα δώρο από εμένα με πολλή αγάπη…

      -Σ’ ευχαριστώ πολύ!