Κάνω / πάω εκδρομή

 

Όταν πηγαίνω σε κάποιο άλλο μέρος όχι και τόσο μακριά από το μέρος που μένω και συνήθως μένω εκεί όχι για περισσότερο από μια-δυο μέρες για να ξεκουραστώ ή/ και να διασκεδάσω, λέμε ότι κάνω/ πάω εκδρομή.

     Μου αρέσει πολύ να κάνω εκδρομές/ πηγαίνω εκδρομές στη φύση.

    Είσαι να πάμε μια εκδρομήστο Ναύπλιο για το Σαββατοκύριακο;

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: πάω/ κάνω εκδρομή (κάπου)

 

Άλλες περιφράσεις:

Κάνω/ πάω ταξίδι/ ταξίδια

Όταν ταξιδεύω σε κάποιο μακρινό μέρος από το μέρος που μένω, λέμε ότι κάνω/ πάω ταξίδι.

       Η Μαρία κάνει/πηγαίνει συχνά ταξίδια στην Ευρώπη για δουλειές