Κάνω έκπληξη

 

Όταν ξαφνιάζω κάποιον (συνήθως ευχάριστα ή και δυσάρεστα)/ κάνω κάτι που δεν το περιμένει, λέμε ότι του κάνω έκπληξη.

Θέλουμε να κάνουμε μια έκπληξη στον Στέλιο για τα γενέθλιά του. Θα του ετοιμάσουμε ένα πάρτι χωρίς να το ξέρει!

Μην πεις στη Μαρία ότι της αγόρασα το φόρεμα! Θέλω να της κάνω έκπληξη αύριο.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω έκπληξη σε κάποιον/ του κάνω έκπληξη