Κάνω έλεγχο
Όταν ελέγχω κάποιον/ κάτι ή γενικά βλέπω αν όλα είναι εντάξει, λέμε ότι κάνω έλεγχο.
Μας κάνανε έλεγχο στο αεροδρόμιο για να δουν αν μεταφέραμε κάτι ύποπτο στις αποσκευές μας.
Μόλις τελειώσεις το τεστ, κάνε έναν έλεγχο (στις απαντήσεις, για να δεις αν είναι όλα σωστά.
Κάνε έναν έλεγχο στο γραφείο σου, να δεις μήπως βρεις το μπλοκ σου.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω έλεγχο (σε κάποιον/ σε κάτι)