Κάνω εμετό
Όταν βγάζω από το στομάχι μου (συνήθως χωρίς να το θέλω) ό,τι έφαγα ή ήπια νωρίτερα επειδή είμαι άρρωστος/ πονάει το στομάχι μου, ζαλίζομαι/ νιώθω ναυτία ή έφαγα κάτι που ήταν κακής ποιότητας, λέμε ότι κάνω εμετό (μια τροφή).
Ήταν πολύ άσχημο ταξίδι! Το πλοίο κούναγε πάρα πολύ κι όλη τη νύχτα έκανα εμετό.
Δε νιώθει καλά σήμερα... Έκανε εμετό τη σούπα που έφαγε το μεσημέρι.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω εμετό
κάνω εμετό τη σούπα, το γάλα, … (τροφή)