Κάνω έναν γάμο
Όταν παντρεύομαι με κάποιον, λέμε ότι κάνω έναν γάμο με αυτόν.
Ο Κώστας είχε κάνει ένα γάμο πιο παλιά με κάποια ξένη, αλλά τώρα παντρεύεται Ελληνίδα.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω (ένα/το) γάμο με κάποιον
Άλλες περιφράσεις:
1. Είμαι/ βρίσκομαι σε γάμο (επίσημο)
Όταν είμαι παντρεμένος, λέμε ότι είμαι/ βρίσκομαι σε γάμο.
Είστε σε γάμο ή ελεύθερη;