Κάνω ένα επάγγελμα

 

Όταν κάποιος ασχολείται με ένα επάγγελμα, λέμε ότι κάνει αυτό το επάγγελμα.

     Τι επάγγελμα/ δουλειά κάνει ο πεθερός σου; Είναι ταχυδρόμος.

     Το επάγγελμα που κάνω είναι αρκετά δύσκολο αλλά μου αρέσει.

(βλ. λήμμα: Ακολουθώ επάγγελμα και Ασκώ το επάγγελμα)

Όμοιες περιφράσεις:

1.  (Eξ)ασκώ ένα επάγγελμα (επίσημο)