Κάνω ένεση

 

Όταν ο γιατρός/ ο νοσοκόμος δίνει ένα φάρμακο στον ασθενή τσιμπώντας τον με μια βελόνα στη φλέβα ή στο μυ, λέμε ότι κάνει ένεση σε αυτόν/ του κάνει ένεση.

Ο Νίκος είναι άρρωστος και ο γιατρός του έκανε μια ένεση. Δεν πόνεσε όμως καθόλου!

Οι διαβητικοί κάνουν κάθε μέρα μόνοι τους ενέσεις ινσουλίνης.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω ένεση σε κάποιον/ του κάνω ένεση

                                               κάνω ένεση ινσουλίνης (γενική)