Κάνω εξετάσεις

 

Όταν εξετάζομαι ιατρικά για να μάθω αν είμαι καλά στην υγεία μου, λέμε ότι κάνω εξετάσεις.

Αύριο θα πάω να κάνω εξετάσεις αίματος.

Πρέπει να κάνω εξετάσεις στο θυρεοειδή μου/για το θυρεοειδή μου.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω εξετάσεις αίματος (γενική)

                                               κάνω εξετάσεις σε κάτι/ για κάτι