Κάνω κοπάνα (ανεπίσημο)
Όταν κάποτε λείψω χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος από κάπου όπου έπρεπε να βρίσκομαι υποχρεωτικά, λέμε ότι κάνω κοπάνα.
Σήμερα ο Γιώργος δεν ήρθε στο σχολείο .Έκανε κοπάνα και πήγε με τους φίλους του στην παραλία.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω κοπάνα (από κάπου)