Κάνω κόπο
Όταν κουραζόμαστε για μια δουλειά, ένα έργο μας ή γενικά για ένα σκοπό, λέμε ότι κάνουμε κόπο.
Ο πατέρας μου έκανε μεγάλο κόπο να φτιάξει αυτό το σπίτι/ γι’ αυτό το σπίτι.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω κόπο να …
κάνω κόπο για κάτι
Άλλες περιφράσεις:
1. Μπαίνω στον κόπο
Όταν ξεκινάμε να κάνουμε κάτι κουραστικό, λέμε ότι μπαίνουμε στον κόπο.
Μην μπεις στον κόπο να φτιάξεις αυτό το τεράστιο παζλ. Είναι πολύ δύσκολο.