Κάνω λάθος

 

Όταν κάνω/σκέφτομαι κάτι που δεν είναι σωστό ή φταίω για κάτι ή γενικά μετά από μια πράξη μου υπάρχει ένα άσχημο/δυσάρεστο αποτέλεσμα, λέμε ότι κάνω λάθος.

     Συγγνώμη, έκανα λάθος.

     Έκανα ένα λάθος στη διαίρεση.

     Έκανα λάθος για εκείνον. Τελικά δεν είναι ειλικρινής.

     Κάνεις λάθος να μην παραδέχεσαι το σφάλμα σου. Γρήγορα θα μαθευτεί η αλήθεια.

     Έκανα λάθος που του είπα ψέματα. Τώρα έχει θυμώσει πολύ.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω λάθος

                                                κάνω λάθος σε κάτι

                                                κάνω λάθος γιακάτι/ κάποιον

                                                κάνω λάθος να …

                                                κάνω λάθος που …

 

Άλλες περιφράσεις:

1.  Κατά λάθος

Όταν γίνεται κάτι κατά λάθος, σημαίνει ότι έγινε κάτι που ίσως να μην ήταν σωστό, όχι επειδή κάποιος το ήθελε, αλλά επειδή δεν ήταν πολύ προσεκτικός.

      Συγγνώμη που σε χτύπησα! Κατά λάθος το έκανα.