Κάνω μεταπτυχιακό
Όταν αφού πάρω το πτυχίο μου στο πανεπιστήμιο, συνεχίζω να σπουδάζω για να αποκτήσω ένα ακόμη (πιο ειδικό) δίπλωμα, λέμε ότι κάνω μεταπτυχιακό.
Τελείωσε τις σπουδές του στην Ψυχολογία και τώρα κάνει μεταπτυχιακό στην Ψυχολογία του παιδιού.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω μεταπτυχιακό σε κάτι
Άλλες περιφράσεις:
1. Κάνω διδακτορικό
Όταν τελειώσω τις μεταπτυχιακές μου σπουδές και συνεχίζω να σπουδάζω και να ερευνώ ένα συγκεκριμένο θέμα και γράφω μια εργασία, λέμε ότι κάνω διδακτορικό.
Η Μαρία έκανε διδακτορικό στη Σχολική Ψυχολογία.