Kάνω μια ζωγραφιά

 

Όταν κάνω μια ζωγραφιά, ζωγραφίζω σε χαρτί κάτι.

     Έκανε μια ζωγραφιά και τη χάρισε στη φίλη της.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω μια ζωγραφιά