Κάνω μια υπόθεση / υποθέσεις
Όταν σκέφτομαι ή λέω τι είναι πιθανόν να συμβεί ή γενικά σκέφτομαι για πράγματα που ίσως συμβούν στον μέλλον, λέμε ότι κάνω μια υπόθεση/ υποθέσεις.
Ας κάνουμε μια υπόθεση: τι θα συνέβαινε αν ο ήλιος έσβηνε αύριο το πρωί;
Κάνουμε πολλές υποθέσεις για το μέλλον, αλλά κανείς δεν ξέρει σίγουρα τι θα συμβεί.
Δεν είναι σίγουρη ότι ο άντρας της την απατάει, μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω μια υπόθεση/ υποθέσεις (για κάτι)