Κάνω νόημα
Όταν γνέφω σε κάποιον/ του λέω κάτι σύντομα χωρίς να του μιλήσω αλλά με κάποια χειρονομία, έκφραση κτλ, λέμε ότι του κάνω νόημα.
Είδα τη Δήμητρα χτες βιαστικά. Δεν πρόλαβε να μου μιλήσει αλλά μου έκανε νόημα.
Κάνε νόημα στον Γιάννη να φύγουμε. Νύσταξα!
Της πρόσφερα γλυκό και μου έκανε νόημα ότι/ πως δεν θέλει.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω νόημα
κάνω νόημα σε κάποιον να …
κάνω νόημα σε κάποιον ότι/ πως …