Κάνω οικονομία

 

Όταν προσέχω να μην ξοδεύω πολύ κάτι (συνήθως χρήματα ή ο,τιδήποτε άλλο), λέμε ότι κάνω οικονομία σε αυτό.

Όταν δεν υπάρχουν πολλά χρήματα, αναγκαστικά πρέπει να κάνουμε οικονομία.

 Με την ανακύκλωση κάνουμε οικονομίαστο χαρτί.

Αν ψωνίζεις από αυτό το σούπερ μάρκετ, κάνεις μεγάλη οικονομία χρημάτων.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω οικονομία

                                               κάνω οικονομία σε κάτι

                                               κάνω οικονομία χρημάτων (γενική)