Κάνω πλάκα

 

Όταν κάποιος λέει αστεία σε κάποιον για να γελάσει ή του λέει πράγματα που δεν φαίνονται αληθινά, λέμε ότι (του) κάνει πλάκα.

-Δεν έχω λεφτά να πληρώσω το λογαριασμό!     -Πλάκα (μου) κάνεις; Αφού χτες πληρώθηκες!

      Χτες σου έκανα πλάκα για το ταξίδι/ με το ταξίδι. Δεν σκοπεύω να πάω πουθενά.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω πλάκα σε κάποιον για κάτι/ με κάτι

 

Άλλες περιφράσεις:

1.  Έχω πλάκα

Όταν κάποιος/ κάτι είναι αστείος ή απλά πολύ συμπαθητικός/ ευχάριστος, λέμε ότι έχει πλάκα.

      Αυτό το έργο έχει πολύ πλάκα! Το έχω δει πολλές φορές και δεν το βαριέμαι ποτέ.