Κάνω πρόβα
1Όταν εξασκούμαι σε κάτι που θα πω ή θα κάνω αργότερα δημοσίως, για να είμαι έτοιμος/ να το ξέρω καλά όταν θα το παρουσιάσω, λέμε ότι το κάνω πρόβα ή ότι κάνω πρόβα σε αυτό/ για αυτό.
Κάνουμε καθημερινές πρόβεςγια τη θεατρική παράσταση της Κυριακής.
Πρέπει να κάνω πολλές πρόβες στο ρόλο μου, γιατί σε μια βδομάδα είναι η παράσταση!
Η Αλεξάνδρα κάνει πρόβα το ποίημα που θα πει μεθαύριο στη γιορτή του σχολείου της.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω πρόβα για κάτι/ σε κάτι/ κάτι
2Όταν δοκιμάζω ένα ρούχο, κουστούμι, νυφικό που μου ράβουν και δεν είναι ακόμη έτοιμο, λέμε ότι κάνω πρόβα στο κουστούμι, στο νυφικό.
Θα χρειαστεί να κάνειςπολλές πρόβες για το νυφικό, για να είμαστε σίγουρες ότι θα σου στρώσει τέλεια.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω πρόβα για κάτι/ σε κάτι