Κάνω πρόοδο
Όταν κάνω κάτι με καλό αποτέλεσμα, τότε κάνω πρόοδο σε αυτό, προοδεύω.
Η Γεωργία έχει κάνει μεγάλη πρόοδο στα μαθηματικά αυτό το τρίμηνο.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω πρόοδο (σε κάτι)