Κάνω / κρατάω συντροφιά
Όταν είμαι/ βρίσκομαι μαζί με κάποιον συχνά ή πιο σπάνια και συζητάμε ή γενικά κάνουμε διάφορα ευχάριστα πράγματα μαζί, λέμε ότι κάνω συντροφιά με αυτόν (κάνουμε συντροφιά) ή ότι του κάνω/ του κρατάω συντροφιά.
Έλα κοντά μου, να μου κάνεις/ κρατήσεις συντροφιά.
Πήγαινε καμιά φορά να κάνεις/ να κρατάς συντροφιά στον παππού. Είναι τόσο μόνος του!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω συντροφιά σε κάποιον/ του κάνω συντροφιά