Κάνω τη χάρη

 

Όταν κάνω κάτι που θα το ήθελε κάποιος άλλος ή το κάνω για να τον βοηθήσω, τότε του κάνω τη χάρη.

     Κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ, να μου φέρεις τη βαλίτσα.

     Κάνε μου τη χάρη, και μην του πεις τίποτε, έτσι; Ας μείνει μεταξύ μας.

  Καλά, κι εσένα τι σε πειράζει να της κάνεις τη χάρη; Αφού θα φύγει αύριο, ας φύγει ευχαριστημένη.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω τη χάρη σε κάποιον (να …/ και …)

Όμοιες περιφράσεις:

1.  Κάνω το χατίρι (ανεπίσημο)