Κλείνω ραντεβού

 

1Όταν κανονίζω να συναντηθώ κάπου μια συγκεκριμένη ώρα με κάποιον ειδικά ή να πάω κάπου για ένα συγκεκριμένο λόγο, λέμε ότι κλείνω ραντεβού με αυτόν ή κλείνω ραντεβού για κάποιο λόγο.

     Έχω κλείσει ραντεβού στο κομμωτήριο για χτένισμα στις έντεκα.

     Έκλεισα ραντεβού με την κομμώτρια για βαφή.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κλείνω ραντεβού (με κάποιον) για κάτι.

 

2Όταν εργάζομαι κάπου και η δουλειά μου είναι να κανονίζω στον κόσμο συναντήσεις σε συγκεκριμένες ώρες στο χώρο στον οποίο εργάζομαι, λέμε ότι κλείνω ραντεβού.

     -Καλημέρα σας! Θα ήθελα να δω το γιατρό σήμερα το απόγευμα.

-Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει κανένα κενό. Να σας κλείσω ραντεβού για αύριο το απόγευμα;

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κλείνω ραντεβού σεκάποιον (για κάτι)

(βλ. λήμμα: Βγαίνω ραντεβού)