Κόβω τον δρόμο

 

Όταν κάποιος/ κάτι εμποδίζει κάποια στιγμή κάποιον να περάσει από κάποιο σημείο του δρόμου, λέμε ότι του κόβει τον δρόμο.

     Οδηγούσα ήσυχος και ξαφνικά ένα μηχανάκι μου έκοψε τον δρόμο.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κόβω τον δρόμο σε κάποιον/ του κόβω το δρόμο

 

Όμοιες περιφράσεις:

1.  Κλείνω τον δρόμο (σε κάποιον)