Βάζω μια φωνή
1. Όταν κάποια στιγμή φωνάζω δυνατά μια φορά και μετά σταματώ απότομα, λέμε ότι βάζω μια φωνή.
Μόλις είδα το τζάμι σπασμένο, έβαλα μια φωνή...!
2. Όταν κάποια στιγμή φωνάζω δυνατά και μια φορά σε κάποιον για να τον μαλώσω και μετά σταματώ απότομα, λέμε ότι του βάζω μια φωνή.
Την επόμενη φορά που θα πετάξει το φαγητό του στο πάτωμα βάλε του μια φωνή για να μην το ξανακάνει!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βάζω μια φωνή
βάζω μια φωνή σε κάποιον/ του βάζω μια φωνή