Βάζω [ κάποιον ] να [ ρήμα ]

 

Όταν υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι, τον βάζω να κάνει κάτι.

     Με έβαλε να του ορκιστώ ότι δεν θα πω τίποτα!

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βάζω κάποιον να …