Με πιάνει [ αίσθημα / συναίσθημα]
Όταν κάποια στιγμή αρχίζουμε να νιώθουμε ένα (συν)αίσθημα, λέμε ότι μας πιάνει αυτό το (συν)αίσθημα.
Μόλις μπήκα στο αεροπλάνο, με έπιασε πανικός! Φοβάμαι πολύ τα ύψη!
Δεν αντέχω άλλο… Μ’ έχει πιάσει νύστα. Θέλω να κοιμηθώ.
Σταματήστε πια να φωνάζετε! Μ’ έπιασε πονοκέφαλος!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: με πιάνει πανικός (ονομαστική)