Μη μου πεις (ανεπίσημο-προφορικό)

 

1Όταν ξέρουμε ότι θα ακούσουμε από κάποιον κάτι που δεν θα μας αρέσει ή όταν φοβόμαστε μη μάθουμε άσχημα νέα, λέμε «Μη μου πεις …»

       -Μη μου πεις ότι δεν υπάρχει τίποτα να φάμε!

     -Δεν υπάρχει. Δεν πρόλαβα να μαγειρέψω.

 

2Όταν δεν πιστεύουμε ότι κάτι που μας λέει κάποιος είναι αλήθεια και θέλουμε να τον ειρωνευτούμε, του λέμε «Μη μου πεις!».

       Μη μου πεις! Ήσουν τόσο άρρωστος που δεν μπόρεσες να έρθεις!

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: Μη μου πεις ότι/ πως …