Βάζω όρο
Όταν περιορίζω/ ελέγχω κάποιον σε κάτι που κάνει και του βάζω μια υποχρέωση, λέμε ότι του βάζω όρο/ όρους.
Μου έβαλε έναν όρο για να μου δίνει το αμάξι, να του φτιάχνω τον κήπο κάθε Παρασκευή.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βάζω όρο σε κάποιον να …
βάζω έναν/ δύο … όρους