Βάζω πλώρη

 

1Όταν το πλοίο έχει μόλις ξεκινήσει το ταξίδι του, λέμε ότι βάζει πλώρη.

Το πλοίο έβαλε πλώρη για Σάμο.

 

2Όταν ξεκινώ να πάω κάπου (όχι μόνο με πλοίο) ή γενικά ξεκινώ να κάνω κάτι σημαντικό/ να πραγματοποιήσω ένα σχέδιό μου, λέμε ότι βάζω πλώρη.

Ο Νίκος έβαλε πλώρη για Αμερική. Βρήκε δουλειά εκεί και σε λίγες μέρες φεύγει.

Η Μαρία έχει βάλει πλώρη για σπουδές στην Οξφόρδη. Την δέχτηκαν και ετοιμάζεται να πάει.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βάζω πλώρη για κάπου

                                              βάζω πλώρη για κάτι