Πάει στραβά

 

Όταν κάτι (ένα θέμα, μια ενέργεια, μια κατάσταση κτλ.) δεν γίνεται όπως πρέπει/ θα θέλαμε ή όταν κάτι τελικά δεν πετυχαίνει, λέμε ότι πάει στραβά.

     Άργησα στη δουλειά, έχασα το πορτοφόλι μου… Όλα (μου) πάνε στραβά σήμερα!

     Τι πήγε στραβά και δεν πέτυχε το φαγητό;

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάτι πάει στραβά (σε κάποιον/ σε κάτι)