Παίρνω (μία) ανάσα
1Τη στιγμή που ανασαίνω, αναπνέω, λέμε ότι παίρνω ανάσα.
Δεν αντέχω πάνω από ένα λεπτό κάτω από το νερό χωρίς να πάρω ανάσα
Η Ευγενία μιλάει τόσο γρήγορα σαν να μην παίρνει ανάσα.
Πάρε μια βαθιά ανάσα, μύρισε τον καθαρό αέρα του βουνού!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω (μία, δύο, …) ανάσες
2Όταν ξεκουράζομαι λίγο μετά από πολλή κούραση, λέμε ότι παίρνω ανάσα.
Δούλευε από το πρωί ασταμάτητα χωρίς να πάρει ανάσα.
Κάνε ένα διάλειμμα, βρε Κώστα! Σταμάτα να πάρεις μια ανάσα!