Παίρνω μια απόφαση
Όταν αποφασίζω για κάτι, παίρνω μια απόφαση γι’ αυτό.
Πήραμε μια πολύ σημαντική απόφαση. Από δω και πέρα θα μιλάμε μόνο ελληνικά στο σπίτι.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω απόφαση (να …)