Βάζω στόχο

 

Όταν στοχεύω/ αποφασίζω να κάνω κάτι οπωσδήποτε, λέμε ότι το βάζω στόχο ή  ότι βάζω στόχο να το κάνω.

Ο Παύλος έχει βάλει στόχο τη θέση του διευθυντή στην εταιρεία.

Έβαλε στόχο να γίνει δικαστικός και θα πρέπει να αφοσιωθεί σε αυτό το σκοπό.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ: βάζω στόχο κάτι

                    βάζω στόχο να …